-
1 σκυθρ-ωπός
σκυθρ-ωπός, zornig, unwillig, mürrisch, traurig von Ansehen od. Miene; πρὸς μὲν οἰκέτας ϑέτο σκυϑρωπὸν ἐντὸς ὀμμάτων γέλων κεύϑουσα, Aesch. Ch. 727; Eur. Hipp. 1152 Med. 271; σκυϑρωποὺς ὀμμάτων ἕξω κόρας, Or. 1319, vgl. Phoen. 1343; Ar. Lys. 707; σκυϑρωπὸν καὶ λυπούμενον, Plat. Conv. 206 d; Xen. Cyr. 1, 4, 14; ἐπὶ τοῖς ἀγαϑοῖς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῖς κακοῖς σκυϑρωποί, Mem. 3, 10, 4; auch adv., σκυϑρωπῶς ἔχειν, 2, 7, 1; dem σύννους gegenüberstehend, Isocr. 1, 15; βουλή, vom Areopag, Aesch. 3, 20; Dem. u. Folgde; σκυϑρωπότατον τοῦ ϑανάτου, Plut. non posse 10. Auch dreier Endgn, Lob. Phryn. 105. – Von der Farbe, dunkel, trübe, Ggstz von λαμπρός, Jac. Philostr. imagg. p. 378, lect. Stob. p. 53.
См. также в других словарях:
συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… … Dictionary of Greek